διεζευγμένον

διεζευγμένον
διαζεύγνυμαι
perf part mp masc acc sg
διαζεύγνυμαι
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ХРИСИПП —     ХРИСИПП (Χρύσιππος) из Сол (ок. 278 ок. 205 н. э.), третий схоларх Стой и крупнейший представитель стоицизма, ученик и преемник Клеанфа.     Жизнь. Единственное определенное хронологическое свидетельство «Хроники» Аполлодора (SVF II 1 = D. L …   Античная философия

  • διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”